-
1 κατα-δημο-βορέω
κατα-δημο-βορέω, im Volke verzehren, λαοῖσι δότω καταδημοβορῆσαι Il. 18, 301.
См. также в других словарях:
καταδημοβορώ — καταδημοβορῶ, έω (Α) καταναλίσκω («λαοῑσι δότω καταδημοβορῆσαι» ας τά δώσει για να τά καταναλώσει ο στρατός, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δημο βορώ «καταξοδεύω την περιουσία τού δήμου»] … Dictionary of Greek